- Ψυχᾶν
- Ψυχήlifefem gen pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχᾶν — ψυχάζω refresh oneself in the shade fut part act masc voc sg (doric aeolic) ψυχάζω refresh oneself in the shade fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ψυχάζω refresh oneself in the shade fut part act masc nom sg (doric aeolic) ψυχάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ψυχάν — Ψυχά̱ν , Ψυχή life fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχάν — ψῡχά̱ν , ψυχή life fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AD MENSAM orandi ritus — apud Iudaeos occurrit in Iuchasin: ubi inter tria praeclara Mosisinventa, vel, ut ipsi appellant; Gap desc: Hebrew, recensetur Benedictio cibi, e Deuteron. c. 8. v. 10. quo ex loco Rabbini multa commenti sunt de ritibus in cibo sumendo servandis … Hofmann J. Lexicon universale
καταφορτίζω — (Α) (επιτ. τ. τού φορτίζω) 1. φορτώνω βαριά, καταφορτώνω 2. μτφ. βαρύνω πολύ, καταβαρύνω («καταφορτίζειν τὰν ψυχὰν κακοῑς», Ίππαρχ.) 3. μτφ. (για χρέη) επιβαρύνω («καταφορτίζεσθαι τὸ δημόσιον χρέεσι», Ιουστινιαν.) 4. μτφ. ενοχλώ («καταφορτίζειν… … Dictionary of Greek
ρασιοναλιζασιόν — η, Ν 1. (ψυχολ.) η εκ τών υστέρων αιτιολόγηση μιας συγκεκριμένης ενέργειας ή συμπεριφοράς τού ατόμου 2. (ψυχαν.) η διαδικασία τής εξήγησης και αιτιολόγησης ενός συμπτώματος, μιας αμυντικής ενέργειας ή μιας νευρικής κρίσης τού ατόμου, και η… … Dictionary of Greek
ταύτιση — η, Ν [ταυτίζω] 1. ταυτισμός 2. η πράξη τής εξακρίβωσης τής ταυτότητας ενός ατόμου ή τής αναγνώρισης ενός πράγματος ή ενός συνόλου ως τέτοιου 3. (ψυχολ. ψυχανάλ.) α) διαδικασία με την οποία ένα υποκείμενο δανείζεται ένα εκφραστικό γνώρισμα ενός… … Dictionary of Greek
τρύχω — Α 1. καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ, φθείρω, καταστρέφω («τρύχουσι δὲ οἶκον» κατασπαταλούν την περιουσία, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. α) βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τρύχει τά νουσήματα», Ιπποκρ. β. «γᾱ φθίνουσα τρύχει ψυχάν», Σοφ.) β) (με γεν.) ταλαιπωρώ κάποιον… … Dictionary of Greek
ψύχω — (I) Α 1. πνέω, φυσώ 2. στεγνώνω, ξηραίνω 3. (ειδικά) εκθέτω κάτι στον αέρα για να στεγνώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψυχή]. (II) ΝΜΑ, και μτγν. τ. ψύγω ΜΑ καθιστώ κάτι ψυχρό, καταψύχω («ὥστε θερμαίνειν τ ἐὰν βούλωμαι καὶ ψύχειν», Πλάτ.) αρχ. 1. δροσίζω 2 … Dictionary of Greek